- στιλπνότητας
- στιλπνότηςbrightnessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θάμπωμα — το [θαμπώνω] 1. θάμβος, συσκότιση, κατάπληξη 2. απώλεια στιλπνότητας ή διαύγειας, θόλωμα 3. μείωση τής όρασης … Dictionary of Greek
θαμπάδα — η 1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα 2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδα* (πρβλ. ασπρ άδα, ζαλ άδα, κοιλ άδα)] … Dictionary of Greek
θαμπός — και θαμβός, ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει θολή επιφάνεια, αυτός που έχει υποστεί απώλεια ή μείωση τής στιλπνότητας ή τής διαύγειας του («θαμπός καθρέφτης») 2. αυτός που δεν διακρίνεται με σαφήνεια («θαμπή εικόνα») 3. (για την… … Dictionary of Greek
ριπολίνη — και ριπολίνα, η, Ν χημ. εμπορική ονομασία ελαιοχρώματος καλής ποιότητας και μεγάλης στιλπνότητας … Dictionary of Greek